- ζέμμα
- το [ζεύω]ζέψιμο, ζεύξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζέμα — ζέμα, τὀ (AM, Α και ζέμμα, Μ και ζέμαν) [ζέω] αφέψημα, ρόφημα μσν. ζεστό, καυτό νερό αρχ. 1. ζύμωση 2. μτφ. ασέλγεια, ακολασία 3. βράσιμο … Dictionary of Greek